πυραμιδικός — ή, ό / πυραμιδικός, ή, όν, ΝΑ [πυραμίς, ίδος] αυτός που έχει σχήμα πυραμίδας, πυραμιδοειδής νεοελλ. 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ανατομικό σχηματισμό πυραμίδας 2. φρ. α) «πυραμιδική οδός» (ανατ. φυσιολ.) η κύρια φλοιονωτιαία… … Dictionary of Greek
σκλήρυνση — η / σκλήρυνσις, ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο νεοελλ. 1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότερο β) η τροπή τής διάθεσης ή τής … Dictionary of Greek
τέτανος — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… … Dictionary of Greek
τετανός — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… … Dictionary of Greek
υπερτονικός — ή, ό, Ν 1. χημ. (για διάλυμα) αυτός που έχει υψηλότερη ωσμωτική πίεση από αυτήν που έχει ένα γειτονικό διάλυμα ή ένα διάλυμα με το οποίο συγκρίνεται, αλλ. υπέρτονος 2. ιατρ. (για στόμαχο) αυτός που παρουσιάζει αυξημένο τόνο τού μυϊκού τοιχώματος… … Dictionary of Greek
μυϊκός τόνος — Κατάσταση ελαφράς σύσπασης των μυών, που υπάρχει ακόμα και όταν ο μυς βρίσκεται σε ανάπαυση, και καταργείται με την τομή ή την αναισθησία των νευρικών συνάψεων (μυϊκή χαλάρωση) και με την ενεργή σύσπαση. Αποτελεί βασική ιδιότητα των μυϊκών ινών,… … Dictionary of Greek
ψυχοτρόπα φάρμακα — Χημικές ουσίες που έχουν την ιδιότητα να επηρεάζουν τις ψυχικές διεργασίες του ανθρώπου και τη συμπεριφορά των ζώων. Πρακτικά πρόκειται για μια μεγάλη κατηγορία ουσιών, με εξαιρετικά ποικίλη χημική δομή, που έχουν την κοινή ιδιότητα πρόσκαιρης… … Dictionary of Greek